prueba comparativa | |
environ. | συγκριτική δοκιμή; συγκριτική εξέταση; συγκριτική δοκιμή/συγκριτική εξέταση |
de campo | |
agric. | εξοπλισμός που χρησιμοποιείται στους αγρούς |
| |||
συγκριτική δοκιμή; συγκριτική εξέταση; συγκριτική δοκιμή/συγκριτική εξέταση | |||
συγκριική δοκιμή |
prueba comparativa : 2 phrases in 2 subjects |
Health care | 1 |
Medical | 1 |