Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
prohibición
|
de
dé
earth.sc.
ηλεκτρόδιο σχήματος D
|
protección
protección
gen.
θωράκιση
commun. el.
λόγος προστασίας
comp., MS
προστασία
earth.sc. mech.eng.
προφυλακτήρας
el.
ασφάλεια
;
μέτρα προστασίας
;
φύλαξη
;
οπλισμός
lab.law.
προστατευτική πλάτη καθίσματος
simultánea
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips