DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
producto
 producto
econ. fin. account. εισόδημα; πρόσοδος
environ. προϊόντα
law προϊόν
market. απόδοση; είσπραξη; προϊόν πώλησης
pharma. chem. προϊόν αντίδρασης
transp. avia. αεροναυτικό προϊόν
| obtenido
 obtener
commun. ανακτώ
totalmente | en
 en
IT dat.proc. εν
un | país
 país
account. χώρα
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
producto m
econ., fin., account. εισόδημα f
producto adj.
econ., fin., account. πρόσοδος
environ. προϊόντα
law προϊόν
market. απόδοση; είσπραξη; προϊόν πώλησης
pharma., chem. προϊόν αντίδρασης
transp., avia. αεροναυτικό προϊόν
productos adj.
account. προϊόντα
producto obtenido totalmente en un
: 1 phrase in 1 subject
Economics1