DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
producto m
econ., fin., account. εισόδημα
producto adj.
econ., fin., account. πρόσοδος
environ. προϊόντα
law προϊόν
market. απόδοση; είσπραξη; προϊόν πώλησης
pharma., chem. προϊόν αντίδρασης
transp., avia. αεροναυτικό προϊόν
productos adj.
account. προϊόντα
producto de amianto
: 1 phrase in 1 subject
Natural sciences1