DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
prima f
gen. εξαδέλφη; ξαδέλφη
fin. άτζιο; κέρδος συναλλάγματος
prima adj.
fin. πριμοδότηση; πριμ; διαφορά υπέρ το άρτιο
insur. ασφάλιστρο
lab.law. πρίμ
transp. εγγύηση
primo adj.
gen. εξάδελφος; ξάδελφος
primas adj.
law, account. πριμ
prima de seguros
: 1 phrase in 1 subject
General1