diferencial | |
gen. | Διαφορικός |
fin. insur. | περιθώριο |
industr. construct. | διαφορική φάση κοπ ής στάγματος |
market. fin. | διαφορά τιμής μεταξύ ποιοτήτων και σημείων παράδοσης του ιδίου εμπορεύματος |
mech.eng. | ασυμμετρική ισχύς; διαφορική ισχύς |
en | |
IT dat.proc. | εν |
tapiz | |
mun.plan. | τάπητας υποστρώσεως |
presión diferencial en : 4 phrases in 1 subject |
Industry | 4 |