DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
precursor adj.
chem. πρόδρομη ουσία
earth.sc. μητρικό νουκλίδιο; πρόδρομο υλικό
el. προδρομικό υλικό
med. πρόδρομος
pharma., chem. πρόδρομος ουσία' πρόδρομο χημικό προϊόν
precursor
: 41 phrases in 14 subjects
Chemistry6
Commerce1
Communications1
Earth sciences4
Environment2
General9
Health care5
Immigration and citizenship1
Industry1
Law3
Life sciences5
Medical1
Pharmacy and pharmacology1
Social science1