potencia | |
gen. | επίδοση; παροχή εργασίας; ρυθμός εκτέλεσης εργασίας; ταχύτητα εκτέλεσης εργασίας |
fish.farm. | επωτίδα διχτυών γρι-γρι; καπόνια |
life.sc. coal. | πάχος στρωμάτων; πάχος συνολικού κοιτάσματος |
math. | ισχύς; ισχύς ενός ελέγχου |
de salida | |
med. | ...εξαγωγής |
máximo | |
law insur. | υπόχρεος καταβολής εισφορών |
potencia de salida : 16 phrases in 3 subjects |
Communications | 4 |
Electronics | 8 |
Statistics | 4 |