potencia | |
gen. | επίδοση; παροχή εργασίας; ρυθμός εκτέλεσης εργασίας; ταχύτητα εκτέλεσης εργασίας |
fish.farm. | επωτίδα διχτυών γρι-γρι; καπόνια |
life.sc. coal. | πάχος στρωμάτων; πάχος συνολικού κοιτάσματος |
math. | ισχύς; ισχύς ενός ελέγχου |
de entrada | |
med. | ...εισαγωγής |
máximo | |
law insur. | υπόχρεος καταβολής εισφορών |
potencia de entrada : 5 phrases in 1 subject |
Electronics | 5 |