Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
posición
|
auxiliar
auxiliar
gen.
βοηθητικό πλοίο
;
εφοδιοφόρο πλοίο
commun. nat.sc. agric.
ωφέλιμος
econ.
βοηθητικός εργαζόμενος
el.
εισάγω πρόσμειξη
IT earth.sc.
κυκλωμα οδηγήσεως
;
οδηγητικό κύκλωμα
law gen.
βοηθός
law lab.law.
αρωγός
;
επίκουρος
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips