DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
pliegue m
industr., construct., met. κάμψη
med. πτύξις
pliegue v
gen. ελάττωμα
industr., construct., met. αναδίπλωση επιφάνειας γυαλιού
med. αναδίπλωσις; πτύχωσις
met. σούφρα; ζάρα; τσαλάκωμα; σφάλμα κυλινδρικής έλασης
transp. πτυχή
plegar v
commun. πτύσσω
industr., construct. τυλίγω; διπλώνω; πακετάρω
met. αναδιπλώνω; κάμπτω; πτυχώνω
pliegue de
: 13 phrases in 4 subjects
Chemistry1
General1
Industry5
Medical6