plantación | |
agric. | σύστημα φυτεύσεως; τοποθέτηση σπόρων στο έδαφος; δενδρώνας |
econ. | φυτεία |
en | |
IT dat.proc. | εν |
grupo | |
environ. | δεξαμενή; κοινοπραξία; λεκάνη |
| |||
σύστημα φυτεύσεως; τοποθέτηση σπόρων στο έδαφος; δενδρώνας | |||
φυτεία | |||
φύτευση; εργασία φύτευσης; φυτευμένο αγροτεμάχιο |
plantación en : 2 phrases in 1 subject |
Agriculture | 2 |