DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
planta forrajera
agric. φυτό νομής; χορτονομή; ποώδης χορτονομή; χορτονομή ετήσιων φυτών
econ. κτηνοτροφικό φυτό
environ. χορτοδοτικό φυτό
nat.res., agric. σανοδοτικό φυτό
plantas forrajeras
environ. καλλιέργεια χορτοδοτικών φυτών
planta forrajera
: 9 phrases in 3 subjects
Agriculture2
Medical1
Natural resourses and wildlife conservation6