plan | |
construct. | χάρτης πορείας; οδικός χάρτης |
environ. | σχέδιο; σχεδιάγραμμα; σχέδιο/σχεδιάγραμμα |
forestr. | πρόγραμμα |
flexible | |
econ. met. | εύκαμπτος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
estacionar | |
comp., MS | στάθμευση |
| |||
χάρτης πορείας; οδικός χάρτης | |||
σχέδιο; σχεδιάγραμμα; σχέδιο/σχεδιάγραμμα | |||
πειραματική διάταξη | |||
| |||
πρόγραμμα (εργασίας) |
plan flexible de : 1 phrase in 1 subject |
Communications | 1 |