DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
pique
 picado
agric. ξύνισμα
commun. transp. βύθιση
food.ind. κοπή
industr. construct. πελέκημα με σκαρπέλο
 pico
agric. ψύλλα η αιμοβόρος
agric. construct. αξίνα
industr. construct. οδοντωτή ταινία
stat. τιμή κορυφής
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| popa
 popa
gen. προς την πρύμνη
- only individual words found

noun | verb | to phrases
pique m
fish.farm. γαλέος (Mustelus laevis, Mustelus mustelus); γκριζογαλέος (Mustelus laevis, Mustelus mustelus); δροσίτης (Mustelus laevis, Mustelus mustelus)
pico v
agric. ψύλλα η αιμοβόρος (Sarcopsylla penetrans, Tunga penetrans); ράμφος; τσάπα; φυτευτικη ράβδος
agric., construct. αξίνα; σκαπάνη
chem. κορυφή
demogr. αιχμή
fin. πρόσκαιρη έξαρση των αγορών
fin., scient. κορυφή διαγράμματος τιμών
industr., construct. οδοντωτή ταινία; φεστόνι
social.sc. φιξ
stat. τιμή κορυφής
tech., el. πίκο
tech., mech.eng. μπεκ; στόμιο
transp. ακροδόντι άγκυρας; ακρόνυχος
picado v
agric. ξύνισμα; υποξίνισμα; προσβλημένος από οξίνιση; κέντρισις
commun., transp. βύθιση
environ., agric. οξίνιση του οίνου; ξύνισμα
food.ind. κοπή
industr., construct. πελέκημα με σκαρπέλο
industr., construct., met. τετηγμένο σουλφάτ; τρύπες από άμμο
transp. κάτω πρόνευση; κύψη κεφαλής
transp., avia. κατακόρυφη βύθιση
pique v
agric. δεξαμενή ζυγοστάθμισης
coal. φρέαρ
fish.farm. σκυλογαλέος (Mustelus laevis, Mustelus mustelus)
industr., construct. πικέ
pica v
gen. δόρυ
picar v
agric. Κέντημαερέθισματης πληγής
pica v
agric. ζεύγος αυλάκων
picar v
chem., construct. ταμπονάρισμα
forestr. σύστημα GROT
pica v
health. αλλοτριοφαγία
piqué v
industr., construct. πικές
pique de
: 7 phrases in 4 subjects
Agriculture3
Industry2
Mechanic engineering1
Transport1