pieza | |
industr. construct. | κομμάτι υφάσματος έτοιμο για ράψιμο |
giratorio | |
fish.farm. | στριφτάρι |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
| |||
εξαρτήματα; επίπλωση (είδη, διαρρύθμιση); σύνδεσμοι; εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση είδη, διαρρύθμιση | |||
| |||
κομμάτι υφάσματος έτοιμο για ράψιμο |
pieza giratoria : 1 phrase in 1 subject |
Transport | 1 |