DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
pico m
agric. βωλοσκόπος; δερμοδύτης (Sarcopsylla penetrans, Tunga penetrans); δικέλι; εργαλείο για το φύτεμα; λίσγος; λοστός; τριβέλι; φυτευτήρι
industr., construct. δαντέλωμα
ornit. δρυοκολάπτης (Piciformes)
social.sc. σουτ
pico v
agric. ψύλλα η αιμοβόρος (Sarcopsylla penetrans, Tunga penetrans); ράμφος; τσάπα; φυτευτικη ράβδος
agric., construct. αξίνα; σκαπάνη
chem. κορυφή
demogr. αιχμή
fin. πρόσκαιρη έξαρση των αγορών
fin., scient. κορυφή διαγράμματος τιμών
industr., construct. οδοντωτή ταινία; φεστόνι
social.sc. φιξ
stat. τιμή κορυφής
tech., el. πίκο
tech., mech.eng. μπεκ; στόμιο
transp. ακροδόντι άγκυρας; ακρόνυχος
picado v
agric. ξύνισμα; υποξίνισμα; προσβλημένος από οξίνιση; κέντρισις
commun., transp. βύθιση
environ., agric. οξίνιση του οίνου; ξύνισμα
food.ind. κοπή
industr., construct. πελέκημα με σκαρπέλο
industr., construct., met. τετηγμένο σουλφάτ; τρύπες από άμμο
transp. κάτω πρόνευση; κύψη κεφαλής
transp., avia. κατακόρυφη βύθιση
pique v
agric. δεξαμενή ζυγοστάθμισης
coal. φρέαρ
fish.farm. σκυλογαλέος (Mustelus laevis, Mustelus mustelus)
industr., construct. πικέ
pica v
gen. δόρυ
picar v
agric. Κέντημαερέθισματης πληγής
pica v
agric. ζεύγος αυλάκων
picar v
chem., construct. ταμπονάρισμα
forestr. σύστημα GROT
pica v
health. αλλοτριοφαγία
piqué v
industr., construct. πικές
 Spanish thesaurus
pico m
industr. pico
picó
: 233 phrases in 32 subjects
Agriculture25
Animal husbandry1
Chemistry26
Coal3
Communications15
Construction2
Earth sciences7
Economy2
Electronics36
Energy industry5
Environment9
Finances1
Food industry3
General3
Health care2
Industry12
Information technology4
Life sciences1
Materials science1
Mechanic engineering15
Medical2
Metallurgy4
Microsoft7
Municipal planning5
Natural resourses and wildlife conservation6
Natural sciences6
Obsolete / dated2
Ornithology2
Scientific2
Statistics1
Technology3
Transport20