dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
árbol | |
gen. | δέντρο-διάγραμμα |
arts. construct. | πυρήνας περιστροφικής κλίμακας; ακροστάτης περιστροφικής κλίμακας; μπαμπάς περιστροφικής σκάλας |
comp., MS | δέντρο |
econ. | δένδρο |
industr. construct. | άξονας μετάδοσης της κίνησης |