dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
indemnizaciones | |
environ. | αποζημίωση; εγγύηση αποζημίωσης |
indemnización | |
gen. | αποζημίωση για βλάβες; αποζημίωση για εργατικά ατυχήματα |
econ. | αποκατάσταση της ζημίας |
fin. | αποζημιώσεις |
insur. PR | επιχορήγηση |
law | καταβολή αποζημίωσης; αποζημίωση |