Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
perforación con
|
soplete
soplete
gen.
καμινευτήρας,καμινευτικός φυσητήρας
agric.
ακροφύσιο θερμοκαυστήρα
industr. construct. met.
έξοδος φλογών απο τις τρύπες του κλιβάνου
;
ακροφύσιο
;
φυσητής
;
καμινέττο
|
o
a
comp., MS
μέσος
|
arco
arco
cultur.
δοξάρι
industr. construct.
καμάρα
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips