periodo | |
commun. transp. | περίοδος,χρονικόν διάστημα |
transp. | περίοδος; περίοδος ενός ρυθμικού φανού |
perìodo | |
math. | περίοδος |
período | |
agric. | περίοδος |
el. | περίοδος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
control | |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση |
comp., MS | δείκτης κύλισης |
| |||
περίοδοςαναγεννήσεως | |||
περίοδος | |||
περίοδος κύκλου | |||
| |||
περίοδος,χρονικόν διάστημα | |||
περίοδος; περίοδος ενός ρυθμικού φανού | |||
| |||
περίοδος |
período de : 209 phrases in 45 subjects |