DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
pasillo m
gen. στενή δίοδος
agric. διάδρομος ιπποστασίου; διάδρομος αναμονής
environ. διάδρομος; άξονας; δίοδος; λωρίδα (κυκλοφορίας); διάδρομος/δίοδος/άξονας/λωρίδα κυκλοφορίας
lab.law., construct. πέρασμα
transp., nautic., agric. αλουέςκν.
pasillo
: 50 phrases in 9 subjects
Agriculture12
Astronautics1
Environment5
General1
Hobbies and pastimes3
Industry3
Law1
Municipal planning2
Transport22