DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
participación m
gen. συναπόφαση ; συμμετοχή των εργαζομένων
econ. εταιρική συμμετοχή
environ. συμμετοχή
fin. μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων; συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο; μετοχικά μερίδια
law αποδεικτικό κυριότητας μετοχής; πιστοποιητικό μετοχών; πιστοποιητικό συμμετοχής; επένδυσις; επένδυσις σε θυγατρική εταιρία; προειδοποίηση; αναγγελία; γνωστοποίηση
participación
: 115 phrases in 12 subjects
Accounting5
Business4
Construction1
Economy28
Environment5
Finances33
General4
Insurance4
Labor law1
Law19
Marketing7
Social science4