DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
parapeto m
construct. κιγκλίδωμα; κιγκλίδωμα προστασίας
parapeto v
construct. προστατευτικό κιγκλίδωμα; προστατευτικό στηθαίο; στηθαίο; μεταλλικό στηθαίο ασφαλείας; έλασμα-υδροσυλλέκτης
parapeto
: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Mechanic engineering1