DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
organismo
 organismo
commun. IT πρακτορείο
forestr. οργανισμοί
law οργανισμός
| para
 para
med. προς
 parar
transp. εξελέγχω
 paro
econ. ανεργία
law gen. παύση
| los
 Ello
med. αυτό
| créditos
 crédito
econ. πίστη
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| exportación
 exportación
econ. εξαγωγή
- only individual words found

to phrases
organismo m
commun., IT πρακτορείο m
forestr. οργανισμοί m
law οργανισμός m
organismos m
environ. Οργανισμός m; οργανισμοί ταξονομία
organismos no sistemático m
environ. ζωντανοί οργανισμοί/ζωντανά είδη
organismo para los créditos de
: 1 phrase in 1 subject
Finances1