orden | |
comp., MS | πάγια εντολή; εντολή πληρωμής |
environ. | εντολή; διαταγή; ένταλμα; παραγγελία; τάξη |
law | κανονιστική απόφαση; λειτούργημα; κανονιστικό διάταγμα |
de salida | |
med. | ...εξαγωγής |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
vacaciones | |
econ. | διακοπές |
orden de salida de : 1 phrase in 1 subject |
Marketing | 1 |