DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
orden m
comp., MS πάγια εντολή; εντολή πληρωμής
construct. ρυθμός
earth.sc., transp. τάξη ενός οπτικού στοιχείου
environ. εντολή; διαταγή; ένταλμα; παραγγελία; τάξη; εντολή/ένταλμα/διαταγή/παραγγελία/τάξη
IT πίνακας; άμεση εντολή; μήτρα
IT, tech. ακολουθία
law κανονιστική απόφαση; λειτούργημα; κανονιστικό διάταγμα
life.sc., nat.res. τάξη (ordo)
nat.sc. τάξις
work.fl., IT διάταξη
orden con limitación
: 3 phrases in 1 subject
Finances3