DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
operador económico
 operador económico
econ. commer. οικονομικοί παράγοντες; οικονομικοί φορείς
law fin. οικονομικός φορέας
 operadores económicos
econ. industr. οικονομικοί φορείς
| autorizado
 autorizado
chem. εγκεκριμένο
 autorizar
busin. labor.org. account. χορηγώ άδεια
| en
 en
IT dat.proc. εν
el | ámbito
 Ámbito
comp., MS Πεδίο
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| la
 Ello
med. αυτό
| seguridad
 seguridad
environ. ασφάλεια
y | protección
 protección
comp., MS προστασία
- only individual words found

to phrases
operador económico
econ., commer. οικονομικοί παράγοντες; οικονομικοί φορείς
law, fin. οικονομικός φορέας
operadores económicos
econ., industr. οικονομικοί φορείς
fin. οικονομικοί παράγοντες
operador económico autorizado en
: 4 phrases in 1 subject
General4