DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
oleómetro m
environ., chem. μετρητής περιεκτικότητας σε πετρέλαιο; μετρητής συγκέντρωσης πετρελαίου
nat.sc. μετρητής συγκέντρωσης ελαίου