DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
oficial m
gov. βοηθός γραφείου
hobby, commun. επίσημο
law, lab.law. εξειδικευμένος εργάτης; επαγγελματίας; άνθρωπος του επαγγέλματος
transp. αξιωματικός
transp., nautic. ανθυποπλοίαρχος
Oficial m
social.sc. Αξιωματούχος
oficial de puente de
: 1 phrase in 1 subject
Transport1