objetivo | |
agric. chem. | αντικειμενικός |
comp., MS | τιμή-στόχος; στόχος |
cultur. earth.sc. | αντικειμενικός φακός μικροσκοπίου |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
control interno | |
account. | εσωτερικός έλεγχος; μηχανισμός εσωτερικού ελέγχου |
| |||
αντικειμενικός | |||
τιμή-στόχος; στόχος | |||
αντικειμενικός φακός μικροσκοπίου | |||
αντικειμενικός φακός |
objetivo de control : 6 phrases in 1 subject |
Information technology | 6 |