norma | |
econ. | πρότυπο |
environ. | κανόνας; μέτρο; τύπος; προδιαγραφή |
tech. law | πρότυπο ; τυποποιημένος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
| |||
πρότυπο | |||
κανόνας; μέτρο; τύπος; προδιαγραφή | |||
πρότυποουσ.; τυποποιημένος επίθ. | |||
| |||
κατευθυντήριες αρχές |
normas de : 242 phrases in 33 subjects |