norma | |
econ. | πρότυπο |
environ. | κανόνας; μέτρο; τύπος; προδιαγραφή |
tech. law | πρότυπο ; τυποποιημένος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
prioridad | |
commun. patents. nucl.phys. | δικαίωμα προτεραιότητας |
IT | προτεραιότητα τελεστή |
| |||
πρότυπο | |||
κανόνας; μέτρο; τύπος; προδιαγραφή | |||
πρότυποουσ.; τυποποιημένος επίθ. | |||
| |||
κατευθυντήριες αρχές |
norma de prioridad : 1 phrase in 1 subject |
Insurance | 1 |