Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
nivelación por
|
encaminamiento
encaminamiento
commer. polit.
ταχυδρομικές αποστολές 2. ταχυδρομική διεκπεραίωση
commun.
οδός διαβίβασης
el.
διάνοιξη διαδρομής
;
δρομολόγηση
;
όδευση
industr. construct.
ξεκίνημα
;
έναρξη κίνησης
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips