| |||
ανάγκες | |||
| |||
ανάγκη; αντιξοότητα; ένδεια; ανάγκη/ένδεια/αντιξοότητα | |||
κατάσταση ανάγκης | |||
| |||
επιτακτικές ανάγκες | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
Fuerza que controla; compulsión irresistible; un poder o impulso tan grande que no admite una conducta diferente |
necesidades : 148 phrases in 32 subjects |