DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
narcótico n
pharma. ναρκωτικό αναλγητικό; οπιοειδές αναλγητικό
narcótico adj.
pharma. οπιούχο αναλγητικό
narcóticos
: 20 phrases in 6 subjects
General1
Health care6
Law3
Marketing1
Medical6
Pharmacy and pharmacology3