narcótico | |
pharma. | ναρκωτικό αναλγητικό; οπιοειδές αναλγητικό; οπιούχο αναλγητικό |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
| |||
ναρκωτικό αναλγητικό; οπιοειδές αναλγητικό | |||
| |||
οπιούχο αναλγητικό |
narcótico de : 5 phrases in 4 subjects |
Health care | 1 |
Law | 1 |
Marketing | 1 |
Medical | 2 |