montante | |
construct. | αντηρίδα αντώσεως |
earth.sc. transp. | οδοντωτή ράβδος |
industr. construct. met. | πυρίμαχα πλαϊνά πόρτας καυστήρων |
met. | ξυλάκι στήριξης άμμου |
tech. industr. construct. | απόσταση του ύψους του πίσω κεντρικού σημείου της μέσης μείον το ύψος του καβάλου |
transp. | αντηρίδα; στυλίδιο; βάκτρο |
transp. construct. | ορθοστάτης; ορθοστάτης κλίμακας |
angular | |
forestr. | κεκλιμένο |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
refuerzo | |
transp. | ανθεκτική επίστρωση |
montante angular : 3 phrases in 1 subject |
Mechanic engineering | 3 |