molinete | |
agric. | δεξαμενή αυτόματης έκπλυσης των στεμφύλων |
law transp. construct. | κωπήλατος τροχός; τροχός πρόωσης |
life.sc. tech. | συσκευή μέτρησης διατμητικής αντοχής με πτερύγια; μυλίσκος; ρευματόμετρον |
tech. | βαρούλκο άγκυρας; εργάτης άγκυρας; πόμπα |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
viento | |
environ. | άνεμος |
molinete de : 7 phrases in 3 subjects |
Agriculture | 3 |
Earth sciences | 2 |
Transport | 2 |