Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
Portuguese
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
modelo
modelo
gen.
πρότυπο,υπόδειγμα
industr. construct.
καλαπόδι
;
μήτρα υποδήματος
med.
δείγμα
;
τύπος
stat.
μοντέλο
macroeconométrico
|
de
dé
earth.sc.
ηλεκτρόδιο σχήματος D
|
demanda
demanda
environ.
ζήτηση
- only individual words found
noun
|
verb
|
adjective
|
to phrases
modelo
n
industr., construct.
καλαπόδι
;
μήτρα υποδήματος
med.
δείγμα
;
τύπος
moder
v
agric.
φυλλάδα χουμοποιήσεως
life.sc., agric.
χούμος NODER
;
ώριμος χούμος προερχόμενος από δράση εντόμων
modelo
adj.
gen.
πρότυπο,υπόδειγμα
commun.
αχνάρι
;
στάμπο
industr., construct.
τύπος υποδήματος
IT
μοντέλο δεδομένων
;
κατάστρωση
;
μοντέλο περιεχομένου
;
εικόνα
med.
υπόδειγμα
met., mech.eng.
καλούπι
;
πρότυπο
pharma., environ.
μακέτα
;
ομοίωμα
stat.
μοντέλο
modelos
adj.
environ.
πρότυπο
;
μακέτα
;
μοντέλο
;
ομοίωμα
;
υπόδειγμα
scient.
τεχνική των προτύπων
modelo macroeconométrico
:
1 phrase
in 1 subject
General
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips