mejoramiento | |
transp. construct. | επιφανειακή αποκατάσταση αμμοχαλικόστρωτου οδοστρώματος |
de suelos | |
life.sc. agric. | εδαφολογική μελέτη; μελέτη του εδάφους |
| |||
επιφανειακή αποκατάσταση αμμοχαλικόστρωτου οδοστρώματος |
mejoramiento : 4 phrases in 3 subjects |
Agriculture | 1 |
Communications | 1 |
Environment | 2 |