DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
medidas
 medida
environ. μέτρηση
IT πληθικός αριθμός; μέτρο γραμμής
law ενέργεια
stat. nat.sc. chem. αριθμητική τιμή; μέτρο
| en
 en
IT dat.proc. εν
| materia
 materia
environ. θέμα
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| inversiones
 inversiones
environ. επένδυση
| relacionadas con
 relacionado con
law σχετικός με
el | comercio
 comercio
environ. εμπόριο
- only individual words found

to phrases
medida adj.
environ. μέτρηση
IT πληθικός αριθμός; μέτρο γραμμής
law ενέργεια
stat., nat.sc., chem. αριθμητική τιμή; μέτρο
medidas adj.
environ. μέτρα/γεωλογικά πετρώματα; μέτρα/γεωλογικά πετρώματα
medidas en materia de inversiones relacionadas con el comercio
: 1 phrase in 1 subject
International trade1