medida | |
environ. | μέτρηση |
IT | πληθικός αριθμός; μέτρο γραμμής |
law | ενέργεια |
stat. nat.sc. chem. | αριθμητική τιμή; μέτρο |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
resistencia | |
gen. | αντοχή |
| |||
μέτρηση | |||
πληθικός αριθμός; μέτρο γραμμής | |||
ενέργεια | |||
αριθμητική τιμή; μέτρο | |||
| |||
μέτρα/γεωλογικά πετρώματα; μέτρα/γεωλογικά πετρώματα |
medida de resistencias : 1 phrase in 1 subject |
Mechanic engineering | 1 |