DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
medicamento de venta libre
econ. φάρμακο που πωλείται ελεύθερα
pharma. μη υποχρεωτικώς συνταγογραφούμενα φάρμακα; φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα για τη διάθεση των οποίων δεν απαιτείται ιατρική συνταγή; φαρμακευτικά προϊόντα που διατίθενται χωρίς ιατρική συνταγή