DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
material
 material
industr. υλικό
law econ. εξοπλισμός επιχείρησης
mech.eng. εξοπλισμός εργοστασίου
met. πρώτη ύλη
utilizado | en
 en
IT dat.proc. εν
| las
 Ello
med. αυτό; εκείνο
| obras
 obra
construct. εκθάμνωση
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
construcción
- only individual words found

to phrases
material adj.
industr. υλικό
law, econ. εξοπλισμός επιχείρησης
mech.eng. εξοπλισμός εργοστασίου
met. πρώτη ύλη
transp., mech.eng. υλικά
material utilizado en las obras de
: 1 phrase in 1 subject
Industry1