DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
machihembrar v
forestr. χελιδονοουρά; εντορμία; μόρσο
machihembra v
industr., construct. αρσενικό θηλυκό προφίλ κατά μήκος τάβλας; γλωσσίδα και αύλακα; προεξοχή και αύλακα εσοχής