DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
machacado n
gen. ισοπέδωση; κυλίνδριση; κυλίνδρισμα; πλάτυνση
machacado v
gen. κοπάνισμα; σπάσιμο; συμπίεση
machacar v
industr., construct. βατοποίηση; άνοιγμα
machacado
: 4 phrases in 4 subjects
Chemistry1
Construction1
Earth sciences1
Transport1