DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
método
 método
el. βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης
environ. μέθοδος
| epidemiológico
 epidemiológico
med. επιδημιολογικός
| para
 para
med. προς
 parar
transp. εξελέγχω; ελέγχω
 parir
fin. γεννώ
 paro
econ. ανεργία
law gen. παύση
| estudios
 estudios
law ed. σχολικές γνώσεις
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| seguridad
 seguridad
environ. ασφάλεια
| posteriores
 posterior
law εκ των υστέρων
| a
 a
comp., MS μέσος
| la
 Ello
med. αυτό
autorización
- only individual words found

to phrases
método m
el. βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης
environ. μέθοδος
métodos m
stat. μέθοδοι
método epidemiológico para estudios de seguridad posteriores a la
: 1 phrase in 1 subject
Health care1