método | |
el. | βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης |
environ. | μέθοδος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
sondeo | |
comp., MS | ανίχνευση; διερεύνηση |
earth.sc. | ανιχνευτική γεώτρηση |
econ. | στατιστική δειγματολειπτική έρευνα |
math. | δείγμα έρευνας; έρευνα |
| |||
βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης | |||
μέθοδος f | |||
| |||
μέθοδοι |
método de : 464 phrases in 38 subjects |