método | |
el. | βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης |
environ. | μέθοδος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
sector | |
commun. | πεδίο μορφοτύπου |
construct. | τομέας; φύλλο θυροφράγματος |
econ. | θεσμικός τομέας |
mater.sc. mech.eng. | τεταρτοκύκλιο |
transp. | τομέας ενός φανού με τομείς |
| |||
βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης | |||
μέθοδος | |||
| |||
μέθοδοι |
método de : 464 phrases in 38 subjects |